- ὡροσκοπείων
- ὡροσκοπεῖονPraef.neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύδριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδρία 3. φρ. «περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων» τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος, που δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ιος*] … Dictionary of Greek